- καλάμημα
- κᾰλᾰμ-ημα, ατος, τό,A gleanings, Thd.Ob.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα … Dictionary of Greek